- προσεκάθισε
- προσκαθίζωsit down byaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαθίζω — Α [καθίζω] 1. κάθομαι κοντά 2. (για οίστρους και μέλισσες) εγκαθίσταμαι 3. (για μίγμα σε δοχείο) κατακάθομαι στον πυθμένα 4. σταματώ μπροστά σε μια πόλη και τήν πολιορκώ 5. μτφ. (για υπερηφάνεια) καταπέφτω («τὸ φυσημάτιον ἐκεῑνο ἐκεντήθη καὶ… … Dictionary of Greek